μπακαλική

μπακαλική
η
το επάγγελμα του μπακάλη, του παντοπώλη: Παρόλο που σπούδασε ασχολήθηκε τελικά με την μπακαλική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπακαλική — η 1. το επάγγελμα τού μπακάλη 2. φρ. «είδη μπακαλικής» τα προϊόντα και ιδίως τα τρόφιμα που πωλούνται στα μπακάλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μπακαλικός / < μπακάλης)] …   Dictionary of Greek

  • μπακάλικος — η, ο, θηλ. και ια [μπακάλης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική 2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα») β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός,… …   Dictionary of Greek

  • μπακάλικος — η, ο 1. οσχετικός με τον μπακάλη: Στο μανάβικο της γειτονιάς μου έχει και μπακάλικα είδη. 2. μτφ., άξεστος, απολίτιστος: Είχε μπακάλικη νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”